ψαλίδα, η, ψαλίδι, το (η ψαλίς, γεν. της ψαλίδος)
scissors; shears
Ερμηνεία:
1. Mεγάλο ψαλίδι. 2. Έλικας
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικά εργαλεία:
|